εὐκέαστος

εὐκέαστος
εὐκέαστος, ον, ([etym.] κεάζω)
A easily cleft or split, Eust.1241.48.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευκέαστος — εὐκέαστος, ον (Μ) αυτός που σχίζεται ή σπάζει εύκολα, ο ευκολόσχιστος («εὐκέαστα ξύλα», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεαστος (< κεάζω «σχίζω»), πρβλ. α κέαστος] …   Dictionary of Greek

  • εὐκέαστα — εὐκέαστος easily cleft neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκέατος — εὐκέατος, ον (Α) ποιητ. τ. τού ευκέαστος* («ὀδμὴ κέδρου τ εὐκεάτοιο», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”